πελαγοδρόμος

πελαγοδρόμος
(pelagodroma). Γένος στεγανόποδων πτηνών της οικογένειας των προκελλαριιδών, που ζουν στις Nότιες θάλασσες. Έχουν μακρύ σώμα και γκριζόλευκο πτέρωμα και εκτελούν μικρές πτήσεις πάνω από τη θάλασσα. Το είδος π. ο θαλάσσιος, γνωστός ως φρεγάτα, ζει στην Ανταρκτική.
* * *
-ο / πελαγοδρόμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πελαγοδρομεί, που διαπλέει τα πελάγη, θαλασσοπόρος, ποντοπόρος («νηῶν πελαγοδρόμων ἄστατος ὁρμή», Ορφ. Ύμν.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πελαγοδρόμος
ζωολ. γένος στεγανόποδων πτηνών τα οποία εκτελούν μακρές πτήσεις πάνω από θάλασσες
αρχ.
αυτός που πετάει πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας («πελαγοδρόμος ἱέραξ», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + -δρόμος (< δρόμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πελαγοδρόμος — sailing on the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγοδρόμον — πελαγοδρόμος sailing on the sea masc/fem acc sg πελαγοδρόμος sailing on the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελαγοδρομία — η [πελαγοδρόμος] 1. η ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος, στην ανοιχτή θάλασσα 2. μτφ. το να παραπαίει κάποιος, απεραντολογία, σύγχυση …   Dictionary of Greek

  • πελαγοδρομώ — πελαγοδρομῶ, έω, ΝΑ [πελαγοδρόμος] πλέω στο πέλαγος, διαπλέω ανοιχτή θάλασσα, θαλασσοπορώ, ποντοπορώ νεοελλ. μτφ. χάνω τον ειρμό τών σκέψεων και ενεργειών μου, παραπαίω, ξεφεύγω από το θέμα μου, κάνω απέραντες παρεκβάσεις, απεραντολογώ …   Dictionary of Greek

  • πελαγόπλους — ουν, Μ αυτός που πλέει στο πέλαγος, που διαπλέει την ανοιχτή θάλασσα, πελαγοδρόμος, θαλασσοπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + πλοῦς (< πλέω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”